- ἐκτέμνουσα
- ἐκτέμνωcut outpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκτέμνουσ' — ἐκτέμνουσα , ἐκτέμνω cut out pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐκτέμνουσι , ἐκτέμνω cut out pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκτέμνουσι , ἐκτέμνω cut out pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отърѣзати — ОТЪРѢ|ЗАТИ1 (26), ЖОУ, ЖЕТЬ гл. Отрéзать, отсечь: аще же кто самъ себе ѿрѣжеть дѣтородныи ѹдъ. таковыи въ прiчеть ѿнудь не при˫атенъ. КР 1284, 53в; бж(с)твьныи Рафаилъ, ѿ ѥдино˫а рыбы ѿрѣзавъ ѹтрьникы, бѣснѹющюсѧ ѿроковицю ицѣли (ἀνατομῆς) ГА… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εκτομίς — ἐκτομίς, η (Α) (θηλ. τού εκτομεύς) η εκτέμνουσα 1. εργαλείο για εκτομές («δρεπάνη ἐκτομὶς καυλῶν» το δρεπάνι που αποκόπτει τους καλαμένιους κορμούς τών φυτών, Ανθ. Παλ.) 2. ἐκτομίς (μήτρα) εκβολάς* Αθήν … Dictionary of Greek